- συλλεσχηνεύω
- συλλεσχηνεύω,A converse with,
τοῖς παροῦσι App.BC2.98
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῖς παροῦσι App.BC2.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλεσχηνεύω — Α συζητώ, συνδιαλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»] … Dictionary of Greek